Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χλεμπονιάρης η χλεμπονιάρα το χλεμπονιάρικο
      γενική του χλεμπονιάρη της χλεμπονιάρας του χλεμπονιάρικου
    αιτιατική τον χλεμπονιάρη τη χλεμπονιάρα το χλεμπονιάρικο
     κλητική χλεμπονιάρη χλεμπονιάρα χλεμπονιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χλεμπονιάρηδες οι χλεμπονιάρες τα χλεμπονιάρικα
      γενική των χλεμπονιάρηδων των χλεμπονιάρικων
    αιτιατική τους χλεμπονιάρηδες τις χλεμπονιάρες τα χλεμπονιάρικα
     κλητική χλεμπονιάρηδες χλεμπονιάρες χλεμπονιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

χλεμπονιάρης < χλεμπόνα + -ιάρης

  Επίθετο

χλεμπονιάρης, -α, -ικο

  Μεταφράσεις