παρωχημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- παρωχημένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρῳχημένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος παροίχομαι. Για τη σημασία στη γραμματική, (ελληνιστική κοινή)
Μετοχή
επεξεργασία
παρωχημένος, -η, -ο
- ο αναγόμενος στο παρελθόν, στα περασμένα
- που δε χρησιμοποιείται πια ή δεν ανταποκρίνεται στα σύγχρονα δεδομένα
- ⮡ παρωχημένη έκφραση, συσκευή παρωχημένης τεχνολογίας
- ≈ συνώνυμα: ξεπερασμένος, απαρχαιωμένος
- ((γραμματική), για ρηματικούς χρόνους) συντελεσμένος