παροίχομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπαροίχομαι, παρακείμενος: παρῴχηκα και μεταγενέστερο παρῴχημαι
- έχω περάσει, έχω παρέλθει (με τοπική ή χρονική σημασία)
- (γραμματική) (για χρόνους) αναφέρομαι στο παρελθόν
- είμαι νεκρός, γίνομαι σαν νεκρός
- (με γενική) απομακρύνομαι από κάτι