απαρχαιωμένος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- απαρχαιωμένος < αρχαία ελληνική ἀπηρχαιωμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ἀπαρχαιόομαι / ἀπαρχαιοῦμαι < ἀπό + ἀρχαιόομαι / ἀρχαιοῦμαι < ἀρχαῖος < ἀρχή
ΜετοχήΕπεξεργασία
απαρχαιωμένος
- που είναι τόσο παλιός, ώστε να μη συμβαδίζει πια με τις σύγχρονες καταστάσεις, αντιλήψεις ή απαιτήσεις
Επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις απαρχαιώνω, αρχαίος και αρχή