Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.paɾ.çeˈo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: απαρχαιώνω

απαρχαιώνω, αόρ.: απαρχαίωσα, παθ.φωνή: απαρχαιώνομαι, π.αόρ.: απαρχαιώθηκα, μτχ.π.π.: απαρχαιωμένος

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία