απαρχαιώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απαρχαιώνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπαρχαιόομαι / ἀπαρχαιοῦμαι + -ώνω< ἀπό + ἀρχαιόομαι / ἀρχαιοῦμαι < ἀρχαῖος < ἀρχή
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.paɾ.çeˈo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐παρ‐χαι‐ώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίααπαρχαιώνω, αόρ.: απαρχαίωσα, παθ.φωνή: απαρχαιώνομαι, π.αόρ.: απαρχαιώθηκα, μτχ.π.π.: απαρχαιωμένος
- κάνω κάτι να φαίνεται αρχαίο, παλαιό, παλιομοδίτικο
Συνώνυμα
επεξεργασία- (παλαιώνω)
Συγγενικά
επεξεργασία- απαρχαιωμένος
- → δείτε τις λέξεις αρχαίος και αρχή
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απαρχαιώνω | απαρχαίωνα | θα απαρχαιώνω | να απαρχαιώνω | απαρχαιώνοντας | |
β' ενικ. | απαρχαιώνεις | απαρχαίωνες | θα απαρχαιώνεις | να απαρχαιώνεις | απαρχαίωνε | |
γ' ενικ. | απαρχαιώνει | απαρχαίωνε | θα απαρχαιώνει | να απαρχαιώνει | ||
α' πληθ. | απαρχαιώνουμε | απαρχαιώναμε | θα απαρχαιώνουμε | να απαρχαιώνουμε | ||
β' πληθ. | απαρχαιώνετε | απαρχαιώνατε | θα απαρχαιώνετε | να απαρχαιώνετε | απαρχαιώνετε | |
γ' πληθ. | απαρχαιώνουν(ε) | απαρχαίωναν απαρχαιώναν(ε) |
θα απαρχαιώνουν(ε) | να απαρχαιώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απαρχαίωσα | θα απαρχαιώσω | να απαρχαιώσω | απαρχαιώσει | ||
β' ενικ. | απαρχαίωσες | θα απαρχαιώσεις | να απαρχαιώσεις | απαρχαίωσε | ||
γ' ενικ. | απαρχαίωσε | θα απαρχαιώσει | να απαρχαιώσει | |||
α' πληθ. | απαρχαιώσαμε | θα απαρχαιώσουμε | να απαρχαιώσουμε | |||
β' πληθ. | απαρχαιώσατε | θα απαρχαιώσετε | να απαρχαιώσετε | απαρχαιώστε | ||
γ' πληθ. | απαρχαίωσαν απαρχαιώσαν(ε) |
θα απαρχαιώσουν(ε) | να απαρχαιώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω απαρχαιώσει | είχα απαρχαιώσει | θα έχω απαρχαιώσει | να έχω απαρχαιώσει | ||
β' ενικ. | έχεις απαρχαιώσει | είχες απαρχαιώσει | θα έχεις απαρχαιώσει | να έχεις απαρχαιώσει | ||
γ' ενικ. | έχει απαρχαιώσει | είχε απαρχαιώσει | θα έχει απαρχαιώσει | να έχει απαρχαιώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε απαρχαιώσει | είχαμε απαρχαιώσει | θα έχουμε απαρχαιώσει | να έχουμε απαρχαιώσει | ||
β' πληθ. | έχετε απαρχαιώσει | είχατε απαρχαιώσει | θα έχετε απαρχαιώσει | να έχετε απαρχαιώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν απαρχαιώσει | είχαν απαρχαιώσει | θα έχουν απαρχαιώσει | να έχουν απαρχαιώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απαρχαιώνομαι | απαρχαιωνόμουν(α) | θα απαρχαιώνομαι | να απαρχαιώνομαι | ||
β' ενικ. | απαρχαιώνεσαι | απαρχαιωνόσουν(α) | θα απαρχαιώνεσαι | να απαρχαιώνεσαι | ||
γ' ενικ. | απαρχαιώνεται | απαρχαιωνόταν(ε) | θα απαρχαιώνεται | να απαρχαιώνεται | ||
α' πληθ. | απαρχαιωνόμαστε | απαρχαιωνόμαστε απαρχαιωνόμασταν |
θα απαρχαιωνόμαστε | να απαρχαιωνόμαστε | ||
β' πληθ. | απαρχαιώνεστε | απαρχαιωνόσαστε απαρχαιωνόσασταν |
θα απαρχαιώνεστε | να απαρχαιώνεστε | (απαρχαιώνεστε) | |
γ' πληθ. | απαρχαιώνονται | απαρχαιώνονταν απαρχαιωνόντουσαν |
θα απαρχαιώνονται | να απαρχαιώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απαρχαιώθηκα | θα απαρχαιωθώ | να απαρχαιωθώ | απαρχαιωθεί | ||
β' ενικ. | απαρχαιώθηκες | θα απαρχαιωθείς | να απαρχαιωθείς | απαρχαιώσου | ||
γ' ενικ. | απαρχαιώθηκε | θα απαρχαιωθεί | να απαρχαιωθεί | |||
α' πληθ. | απαρχαιωθήκαμε | θα απαρχαιωθούμε | να απαρχαιωθούμε | |||
β' πληθ. | απαρχαιωθήκατε | θα απαρχαιωθείτε | να απαρχαιωθείτε | απαρχαιωθείτε | ||
γ' πληθ. | απαρχαιώθηκαν απαρχαιωθήκαν(ε) |
θα απαρχαιωθούν(ε) | να απαρχαιωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω απαρχαιωθεί | είχα απαρχαιωθεί | θα έχω απαρχαιωθεί | να έχω απαρχαιωθεί | απαρχαιωμένος | |
β' ενικ. | έχεις απαρχαιωθεί | είχες απαρχαιωθεί | θα έχεις απαρχαιωθεί | να έχεις απαρχαιωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει απαρχαιωθεί | είχε απαρχαιωθεί | θα έχει απαρχαιωθεί | να έχει απαρχαιωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε απαρχαιωθεί | είχαμε απαρχαιωθεί | θα έχουμε απαρχαιωθεί | να έχουμε απαρχαιωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε απαρχαιωθεί | είχατε απαρχαιωθεί | θα έχετε απαρχαιωθεί | να έχετε απαρχαιωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν απαρχαιωθεί | είχαν απαρχαιωθεί | θα έχουν απαρχαιωθεί | να έχουν απαρχαιωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι απαρχαιωμένος - είμαστε, είστε, είναι απαρχαιωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν απαρχαιωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν απαρχαιωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι απαρχαιωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι απαρχαιωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι απαρχαιωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι απαρχαιωμένοι |