παλιομοδίτικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
παλιομοδίτικος -η -ο (δεν προσδιορίζεται αρνητικό ύφος)
- που ακολουθεί μια μόδα που είναι πια ξεπερασμένη
- που συμφωνεί με παλαιότερες αντιλήψεις, ιδέες, συνήθειες
- ≈ συνώνυμα: αρνητική σημασία: ξεπερασμένος, ντεμοντέ
- είναι άνθρωπος συμπαθής, αν και με παλιομοδίτικες αντιλήψεις
- ≈ συνώνυμα: αρνητική σημασία: ξεπερασμένος, ντεμοντέ