Ετυμολογία

επεξεργασία
démodé, μετοχή του se démoder

  Επίθετο

επεξεργασία

démodé (fr) αρσενικό, démodée θηλυκό

  1. ντεμοντέ, που δεν είναι πια της μόδας, παλιομοδίτικος
    sa garde-robe est démodée - τα ρούχα του είναι ντεμοντέ
  2. (μεταφορικά) κάτι (ιδέες κ.α.) ξεπερασμένο
    ce sont des théories démodées - πρόκειται για ξεπερασμένες θεωρίες

Συγγενικά

επεξεργασία