démodé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- démodé, μετοχή του se démoder
Επίθετο
επεξεργασίαdémodé (fr) αρσενικό, démodée θηλυκό
- ντεμοντέ, που δεν είναι πια της μόδας, παλιομοδίτικος
- sa garde-robe est démodée - τα ρούχα του είναι ντεμοντέ
- (μεταφορικά) κάτι (ιδέες κ.α.) ξεπερασμένο
- ce sont des théories démodées - πρόκειται για ξεπερασμένες θεωρίες