Δείτε επίσης: Κατηγορία:Μόδα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μόδα οι μόδες
      γενική της μόδας
    αιτιατική τη μόδα τις μόδες
     κλητική μόδα μόδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μόδα θηλυκό

  1. τάση σχετική με το ντύσιμο ή γενικά την εξωτερική εμφάνιση που υιοθετείται ευρύτατα για κάποιο χρονικό διάστημα
  2. (γενικότερα) συνήθεια που υιοθετείται παροδικά από μεγάλο αριθμό ατόμων
     συνώνυμα: συρμός

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία