μόδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μόδα | οι | μόδες |
γενική | της | μόδας | — | |
αιτιατική | τη | μόδα | τις | μόδες |
κλητική | μόδα | μόδες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μόδα < (οπτικό δάνειο) γαλλική mod(e) + -α [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈmo.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μό‐δα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμόδα θηλυκό
- τάση σχετική με το ντύσιμο ή γενικά την εξωτερική εμφάνιση που υιοθετείται ευρύτατα για κάποιο χρονικό διάστημα
- (γενικότερα) συνήθεια που υιοθετείται παροδικά από μεγάλο αριθμό ατόμων
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- μόδα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία μόδα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μόδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας