modo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | modo | modoj |
αιτιατική | modon | modojn |
modo (eo)
- η μόδα
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
modo | modos |
modo (pt) αρσενικό
- ο τρόπος
Εκφράσεις
επεξεργασία- de outro modo - διαφορετικά, αλλιώς