trend
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
trend | trends |
trend (en)
- η τάση, η γενική κατεύθυνση
- ⮡ This circle of young creators represented the contemporary artistic trends.
- Αυτός ο κύκλος των νέων δημιουργών εκπροσωπούσε τις σύγχρονες καλλιτεχνικές τάσεις.
- ⮡ the trend in modern linguistics - η γενική κατεύθυνση της σύγχρονης γλωσσολογίας
- ⮡ This circle of young creators represented the contemporary artistic trends.