trend
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
trend | trends |
trend (en)
- η τάση, η γενική κατεύθυνση
- ↪ This circle of young creators represented the contemporary artistic trends.
- Αυτός ο κύκλος των νέων δημιουργών εκπροσωπούσε τις σύγχρονες καλλιτεχνικές τάσεις.
- ↪ the trend in modern linguistics - η γενική κατεύθυνση της σύγχρονης γλωσσολογίας
- ↪ This circle of young creators represented the contemporary artistic trends.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | trend |
γ΄ ενικό ενεστώτα | trends |
αόριστος | trended |
παθητική μετοχή | trended |
ενεργητική μετοχή | trending |
trend (en)
- έχω τάση
- ↪ House prices are trending upwards.
- Οι τιμές των κατοικιών έχουν ανοδική τάση.
- ↪ House prices are trending upwards.