της μόδας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- της μόδας < → λείπει η ετυμολογία → δείτε γενική πτώση της μόδας
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tiz‿ˈmoðas/
Έκφραση
επεξεργασίατης μόδας
- που ακολουθεί τη σύγχρονη μόδα, μοδάτος
- ⮡ Τα παντελόνια καμπάνα ήταν πολύ της μόδας τη δεκαετία του '70.