σύγχρονος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σύγχρονος < αρχαία ελληνική σύγχρονος
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsiŋ.xɾo.nos/
ΕπίθετοΕπεξεργασία
σύγχρονος, -η, -ο
- της ίδιας χρονικής περιόδου ή ηλικίας
- ο Πλάτωνας ήταν σύγχρονος του Σωκράτη
- ταυτόχρονος
- που ανήκει ή αναφέρεται στην εποχή μας
- που συμβαδίζει με το πνεύμα της εποχής μας και υιοθετεί τις αντιλήψεις και καινοτομίες της σε αντίθεση με αυτόν που παραμένει προσκολλημένος στο παρελθόν
- (πληροφορική) λειτουργία (πχ. συνάρτηση) σε υπολογιστή που εκτελείται όταν έχουν ολοκληρωθεί οι προηγούμενες λειτουργίες, δηλαδή σε συγκεκριμένη σειρά και όχι ταυτόχρονα (ασύγχρονα)
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
της εποχής μας
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σύγχρονος < → λείπει η ετυμολογία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
σύγχρονος
- της ίδιας χρονικής περιόδου ή ηλικίας