Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συγχρονισμός οι συγχρονισμοί
      γενική του συγχρονισμού των συγχρονισμών
    αιτιατική τον συγχρονισμό τους συγχρονισμούς
     κλητική συγχρονισμέ συγχρονισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συγχρονισμός < ελληνιστική κοινή συγχρονισμός < συγχρονίζω < σύγχρονος < σύν αρχαία ελληνική χρόνος ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική synchronisation & simultanéité[1])

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συγχρονισμός αρσενικό

  1. ρυθμίζω την κίνηση ή τη ροή δύο στοιχείων ώστε να συμβαδίζουν
  2. ρυθμίζω δύο ρολόγια ώστε να δείχνουν την ίδια ώρα

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία