Ετυμολογία

επεξεργασία
συγχρονίζω < συγχρον- (< σύγχρονος) + -ίζω

συγχρονίζω

  • ενεργώ έτσι, ώστε τουλάχιστον δύο γεγονότα, πράξεις, καταστάσεις ή λειτουργίες να συμβούν ταυτόχρονα στο χρόνο

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία