Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συγχρονίζω < συγχρον- (< σύγχρονος) + -ίζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /siŋ.xɾoˈni.zo/

  Ρήμα επεξεργασία

συγχρονίζω

  • ενεργώ έτσι, ώστε τουλάχιστον δύο γεγονότα, πράξεις, καταστάσεις ή λειτουργίες να συμβούν ταυτόχρονα στο χρόνο

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία