συγχρονιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συγχρονιστικός < συγχρονίζω + -τικός
Επίθετο
επεξεργασίασυγχρονιστικός
- που έχει σχέση με συγχρονισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά
επεξεργασία- συγχρονιστικά
- → δείτε τις λέξεις συγχρονίζω και χρόνος
Μεταφράσεις
επεξεργασία συγχρονιστικός
|
Πηγές
επεξεργασία- συγχρονιστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συγχρονιστικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- συγχρονιστικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)