↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκσυγχρονισμός οι εκσυγχρονισμοί
      γενική του εκσυγχρονισμού των εκσυγχρονισμών
    αιτιατική τον εκσυγχρονισμό τους εκσυγχρονισμούς
     κλητική εκσυγχρονισμέ εκσυγχρονισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκσυγχρονισμός < εκσυγχρονίζω + -μός[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εκσυγχρονισμός αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία