εκσυγχρονισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκσυγχρονισμός < εκσυγχρονίζω + -μός[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεκσυγχρονισμός αρσενικό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εκσυγχρονίζω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις εκσυγχρονίζω και χρόνος
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκσυγχρονισμός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ εκσυγχρονισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας