εκσυγχρονίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκσυγχρονίζω < εκ- + συγχρονίζω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική moderniser)
Ρήμα
επεξεργασίαεκσυγχρονίζω (παθητική φωνή: εκσυγχρονίζομαι)
- προσαρμόζω κάτι (μετά από μεταρρυθμίσεις) στο σύγχρονο τρόπο ή συνθήκες
Συγγενικά
επεξεργασία- εκσυγχρονισμός
- εκσυγχρονιστής
- εκσυγχρονιστικά
- εκσυγχρονιστικός
- εκσυγχρονίστρια
- → δείτε τις λέξεις εκ, συγχρονίζω, σύγχρονος, συν και χρόνος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκσυγχρονίζω | εκσυγχρόνιζα | θα εκσυγχρονίζω | να εκσυγχρονίζω | εκσυγχρονίζοντας | |
β' ενικ. | εκσυγχρονίζεις | εκσυγχρόνιζες | θα εκσυγχρονίζεις | να εκσυγχρονίζεις | εκσυγχρόνιζε | |
γ' ενικ. | εκσυγχρονίζει | εκσυγχρόνιζε | θα εκσυγχρονίζει | να εκσυγχρονίζει | ||
α' πληθ. | εκσυγχρονίζουμε | εκσυγχρονίζαμε | θα εκσυγχρονίζουμε | να εκσυγχρονίζουμε | ||
β' πληθ. | εκσυγχρονίζετε | εκσυγχρονίζατε | θα εκσυγχρονίζετε | να εκσυγχρονίζετε | εκσυγχρονίζετε | |
γ' πληθ. | εκσυγχρονίζουν(ε) | εκσυγχρόνιζαν εκσυγχρονίζαν(ε) |
θα εκσυγχρονίζουν(ε) | να εκσυγχρονίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκσυγχρόνισα | θα εκσυγχρονίσω | να εκσυγχρονίσω | εκσυγχρονίσει | ||
β' ενικ. | εκσυγχρόνισες | θα εκσυγχρονίσεις | να εκσυγχρονίσεις | εκσυγχρόνισε | ||
γ' ενικ. | εκσυγχρόνισε | θα εκσυγχρονίσει | να εκσυγχρονίσει | |||
α' πληθ. | εκσυγχρονίσαμε | θα εκσυγχρονίσουμε | να εκσυγχρονίσουμε | |||
β' πληθ. | εκσυγχρονίσατε | θα εκσυγχρονίσετε | να εκσυγχρονίσετε | εκσυγχρονίστε | ||
γ' πληθ. | εκσυγχρόνισαν εκσυγχρονίσαν(ε) |
θα εκσυγχρονίσουν(ε) | να εκσυγχρονίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκσυγχρονίσει | είχα εκσυγχρονίσει | θα έχω εκσυγχρονίσει | να έχω εκσυγχρονίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκσυγχρονίσει | είχες εκσυγχρονίσει | θα έχεις εκσυγχρονίσει | να έχεις εκσυγχρονίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εκσυγχρονίσει | είχε εκσυγχρονίσει | θα έχει εκσυγχρονίσει | να έχει εκσυγχρονίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκσυγχρονίσει | είχαμε εκσυγχρονίσει | θα έχουμε εκσυγχρονίσει | να έχουμε εκσυγχρονίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκσυγχρονίσει | είχατε εκσυγχρονίσει | θα έχετε εκσυγχρονίσει | να έχετε εκσυγχρονίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκσυγχρονίσει | είχαν εκσυγχρονίσει | θα έχουν εκσυγχρονίσει | να έχουν εκσυγχρονίσει |
|