Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσαρμόζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προσαρμόζω < πρός + ἁρμόζω < ἁρμός < ἀραρίσκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂er- (συνδέω, ταιριάζω, τοποθετώ μαζί). Συγχρονικά αναλύεται σε προσ- + αρμόζω
τροποποιώ < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική adapter[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾo.saɾˈmo.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐σαρ‐μό‐ζω
παλιότερος συλλαβισμός: προσ‐αρ‐μό‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

προσαρμόζω, αόρ.: προσάρμοσα, παθ.φωνή: προσαρμόζομαι, π.αόρ.: προσαρμόστηκα, μτχ.π.π.: προσαρμοσμένος

  1. στερεώνω κάτι σε κάτι άλλο, τα ταιριάζω μεταξύ τους και τα συνδέω
  2. αλλάζω κάτι ή το τροποποιώ, ώστε να ταιριάζει ή να συμφωνεί με κάτι άλλο

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία