Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προσαρμοσμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
προσαρμοσμέν
ος
η
προσαρμοσμέν
η
το
προσαρμοσμέν
ο
γενική
του
προσαρμοσμέν
ου
της
προσαρμοσμέν
ης
του
προσαρμοσμέν
ου
αιτιατική
τον
προσαρμοσμέν
ο
την
προσαρμοσμέν
η
το
προσαρμοσμέν
ο
κλητική
προσαρμοσμέν
ε
προσαρμοσμέν
η
προσαρμοσμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
προσαρμοσμέν
οι
οι
προσαρμοσμέν
ες
τα
προσαρμοσμέν
α
γενική
των
προσαρμοσμέν
ων
των
προσαρμοσμέν
ων
των
προσαρμοσμέν
ων
αιτιατική
τους
προσαρμοσμέν
ους
τις
προσαρμοσμέν
ες
τα
προσαρμοσμέν
α
κλητική
προσαρμοσμέν
οι
προσαρμοσμέν
ες
προσαρμοσμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
προσαρμοσμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
προσαρμόζω
,
προσαρμόζομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προσαρμοσμένος
αγγλικά
:
applied
(en)
,
adjusted
(en)
,
adapted
(en)