προσαρμόζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσαρμόζομαι < παθητική φωνή του ρήματος προσαρμόζω
Ρήμα
επεξεργασίαπροσαρμόζομαι
- (παθητική διάθεση) με προσαρμόζουν, με αλλάζουν ώστε να μπορώ να χρησιμεύσω σε διαφορετική εργασία ή περιβάλλον → δείτε τη λέξη προσαρμόζω
- (μέση διάθεση) προσαρμόζω τον εαυτό μου, αλλάζω ώστε να ανταποκριθώ σε διαφορετικό περιβάλλον