ενεστώτας adjust
γ΄ ενικό ενεστώτα adjusts
αόριστος adjusted
παθητική μετοχή adjusted
ενεργητική μετοχή adjusting

adjust (en)

  1. (μεταβατικό) προσαρμόζω
  2. (μεταβατικό) τακτοποιώ, κινώ κάτι ελαφρώς ώστε να φαίνεται πιο νοικοκυρεμένο ή να νιώθω πιο άνετα
      She adjusted her hair/hat.
    Τακτοποίησε τα μαλλιά της/το καπέλο της.
      I adjust my tie.
    Τακτοποιώ την γραβάτα μου.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη tidy
  3. (αμετάβατο) προσαρμόζομαι