adjust
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ενεστώτας | adjust |
γ΄ ενικό ενεστώτα | adjusts |
αόριστος | adjusted |
παθητική μετοχή | adjusted |
ενεργητική μετοχή | adjusting |
ΡήμαΕπεξεργασία
adjust (en)
ενεστώτας | adjust |
γ΄ ενικό ενεστώτα | adjusts |
αόριστος | adjusted |
παθητική μετοχή | adjusted |
ενεργητική μετοχή | adjusting |
adjust (en)