Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
tailor tailors

tailor (en)

ενεστώτας tailor
γ΄ ενικό ενεστώτα tailors
αόριστος tailored
παθητική μετοχή tailored
ενεργητική μετοχή tailoring

tailor (en)