tailor
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
tailor | tailors |
tailor (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | tailor |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tailors |
αόριστος | tailored |
παθητική μετοχή | tailored |
ενεργητική μετοχή | tailoring |
tailor (en)
- προσαρμόζω
- κόβω και ράβω στα μέτρα κάποιου