tailored
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαtailored (en)
- ραμμένος, ραφτός, ράβω, για ρούχα που είναι φτιαγμένα για να εφαρμόζουν καλά ή στενά
- ⮡ a well-tailored suit - καλοραμμένο κοστούμι
- ⮡ a tailored suit - ραφτό κουστούμι
- ⮡ I want to get/have a suit tailored; do you know a good tailor?
- Θέλω να ράψω ένα κοστούμι· ξέρεις κανένα καλό ράφτη;
- εξατομικευμένος, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα κάποιου, που είναι φτιαγμένο για συγκεκριμένο πρόσωπο ή σκοπό
- ⮡ tailored educational material/program - εξατομικευμένο εκπαιδευτικό υλικό/πρόγραμμα
- ⮡ This job is tailored for him.
- Αυτή η δουλειά είναι ραμμένη και κομμένη στα μέτρα του.
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη tailor-made
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαtailored (en)