Επίθετο

επεξεργασία

tailored (en)

  1. ραμμένος, ραφτός, ράβω, για ρούχα που είναι φτιαγμένα για να εφαρμόζουν καλά ή στενά
    ⮡  a well-tailored suit - καλοραμμένο κοστούμι
    ⮡  a tailored suit - ραφτό κουστούμι
    ⮡  I want to get/have a suit tailored; do you know a good tailor?
    Θέλω να ράψω ένα κοστούμι· ξέρεις κανένα καλό ράφτη;
  2. εξατομικευμένος, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα κάποιου, που είναι φτιαγμένο για συγκεκριμένο πρόσωπο ή σκοπό
    ⮡  tailored educational material/program - εξατομικευμένο εκπαιδευτικό υλικό/πρόγραμμα
    ⮡  This job is tailored for him.
    Αυτή η δουλειά είναι ραμμένη και κομμένη στα μέτρα του.

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

tailored (en)