↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξατομικευμένος η εξατομικευμένη το εξατομικευμένο
      γενική του εξατομικευμένου της εξατομικευμένης του εξατομικευμένου
    αιτιατική τον εξατομικευμένο την εξατομικευμένη το εξατομικευμένο
     κλητική εξατομικευμένε εξατομικευμένη εξατομικευμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξατομικευμένοι οι εξατομικευμένες τα εξατομικευμένα
      γενική των εξατομικευμένων των εξατομικευμένων των εξατομικευμένων
    αιτιατική τους εξατομικευμένους τις εξατομικευμένες τα εξατομικευμένα
     κλητική εξατομικευμένοι εξατομικευμένες εξατομικευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εξατομικευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος εξατομικεύω

εξατομικευμένος, -η, -ο

  • που έχει εξατομικευτεί ώστε να ταιριάζει σε κάθε περίπτωση, σε κάθε άτομο
    ※  [...] θα δούμε πώς μπορούμε να κάνουμε το Git να λειτουργεί με πιο εξατομικευμένο τρόπο, εισάγοντας αρκετές σημαντικές ρυθμίσεις διαμόρφωσης [...]» (Pro Git 2nd ed. Edition) [1]

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία