Ετυμολογία

επεξεργασία

εξατομικεύω, αόρ.: εξατομίκευσα, παθ.φωνή: εξατομικεύομαι, π.αόρ.: εξατομικεύτηκα, μτχ.π.π.: εξατομικευμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία