Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξατομικεύω < εξ- + ατομικ(ός) + -εύω, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική individualiser

  Ρήμα επεξεργασία

εξατομικεύω, αόρ.: εξατομίκευσα, παθ.φωνή: εξατομικεύομαι, π.αόρ.: εξατομικεύτηκα, μτχ.π.π.: εξατομικευμένος

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία