τέμνω
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τέμνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τέμνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tm̥-n-h₂- < *temh₂- (κόβω)
ΡήμαΕπεξεργασία
τέμνω (παθητική φωνή: τέμνομαι)
Επεξεργασία
ΚλίσηΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Αναθεώρηση : Οι σημασίες, πέρα από το κόβω, είναι συνεκδοχικές και καταγράφονται πάντα, όπως και στο σύγχρονο κόβω, σε σχέση με κάτι συγκεκριμένο. Π.χ. οἱ στενοὶ (τελαμῶνες) τέμνουσι. |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τέμνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tm̥-n-h₂- < *temh₂- (κόβω)
ΡήμαΕπεξεργασία
τέμνω
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- ἀμφιτέμνω
- ἀνατέμνω
- ἀντιτέμνω
- ἀποπροτέμνω
- ἀποτέμνω
- διατέμνω
- διεκτέμνω
- ἐγκατατέμνω
- ἐκτέμνω
- ἐναποτέμνω
- ἐντέμνω
- ἐπανατέμνω
- ἐπικατατέμνω
- ἐπισυντέμνω
- ἐπιτέμνω
- κατατέμνω
- παρατέμνω
- περιτέμνω
- προανατέμνω
- προαποτέμνω
- προδιατέμνω
- προεκτέμνω
- προσανατέμνω
- προσεπιτέμνω
- προστέμνω
- προτέμνω
- προϋποτέμνω
- συναποτέμνω
- συνεκτέμνω
- συνεπιτέμνω
- συντέμνω
- τμῆμα
- τόμος
- ὑποτέμνω
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΚλίσηΕπεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «τέμνω» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «τέμνω» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.