Δείτε επίσης: ἀκουμπῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακουμπώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀκουμπῶ → και δείτε τη λέξη ακουμπάω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.kumˈbo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κου‐μπώ

ακουμπώ