Δείτε επίσης: ακουμπώ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀκουμπῶ < πιθανόν ελληνιστική κοινή ἀκουμβέω < (άμεσο δάνειο) λατινική accumbo [1][2] (κατακλίνομαι) < accubo < ad + cubo < πρωτοϊταλική *kubāō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱewb-
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: ακουμπώ

ἀκουμπῶ

  1. στηρίζομαι, στηρίζω τον εαυτό μου
  2. αγγίζω
  3. (στη μέση φωνή) τοποθετώ κάτι κάπου, το αποθέτω
  4. → δείτε το ἀκουμπίζω, ρήμα με περισσότερες σημασίες[3]

Άλλες μορφές

επεξεργασία

επίσης: → δείτε τη λέξη ἀκουμπίζω [4]

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ἀκούμπίζω

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ακουμπώ, -άω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «ακουμπώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. «σελ.168, Τόμος 1ος» - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία.  Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. 
  4. ἀκουμβίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.