κατακλίνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατακλίνομαι < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίακατακλίνομαι
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατακλίνομαι | κατακλινόμουν(α) | θα κατακλίνομαι | να κατακλίνομαι | ||
β' ενικ. | κατακλίνεσαι | κατακλινόσουν(α) | θα κατακλίνεσαι | να κατακλίνεσαι | (κατακλίνου) | |
γ' ενικ. | κατακλίνεται | κατακλινόταν(ε) | θα κατακλίνεται | να κατακλίνεται | ||
α' πληθ. | κατακλινόμαστε | κατακλινόμαστε κατακλινόμασταν |
θα κατακλινόμαστε | να κατακλινόμαστε | ||
β' πληθ. | κατακλίνεστε | κατακλινόσαστε κατακλινόσασταν |
θα κατακλίνεστε | να κατακλίνεστε | (κατακλίνεστε) | |
γ' πληθ. | κατακλίνονται | κατακλίνονταν κατακλινόντουσαν |
θα κατακλίνονται | να κατακλίνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατακλίθηκα | θα κατακλιθώ | να κατακλιθώ | κατακλιθεί | ||
β' ενικ. | κατακλίθηκες | θα κατακλιθείς | να κατακλιθείς | κατακλίσου | ||
γ' ενικ. | κατακλίθηκε | θα κατακλιθεί | να κατακλιθεί | |||
α' πληθ. | κατακλιθήκαμε | θα κατακλιθούμε | να κατακλιθούμε | |||
β' πληθ. | κατακλιθήκατε | θα κατακλιθείτε | να κατακλιθείτε | κατακλιθείτε | ||
γ' πληθ. | κατακλίθηκαν κατακλιθήκαν(ε) |
θα κατακλιθούν(ε) | να κατακλιθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κατακλιθεί | είχα κατακλιθεί | θα έχω κατακλιθεί | να έχω κατακλιθεί | κατακλιμένος | |
β' ενικ. | έχεις κατακλιθεί | είχες κατακλιθεί | θα έχεις κατακλιθεί | να έχεις κατακλιθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κατακλιθεί | είχε κατακλιθεί | θα έχει κατακλιθεί | να έχει κατακλιθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κατακλιθεί | είχαμε κατακλιθεί | θα έχουμε κατακλιθεί | να έχουμε κατακλιθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κατακλιθεί | είχατε κατακλιθεί | θα έχετε κατακλιθεί | να έχετε κατακλιθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κατακλιθεί | είχαν κατακλιθεί | θα έχουν κατακλιθεί | να έχουν κατακλιθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατακλίνομαι
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακατακλίνομαι
- πέφτω στα γόνατα