Ετυμολογία

επεξεργασία
κατακλίνομαι < λείπει η ετυμολογία

κατακλίνομαι

  1. πέφτω στο κρεβάτι για ύπνο


  Μεταφράσεις

επεξεργασία



κατακλίνομαι

  1. πέφτω στα γόνατα