ύπνος
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ύπνος | οι | ύπνοι |
γενική | του | ύπνου | των | ύπνων |
αιτιατική | τον | ύπνο | τους | ύπνους |
κλητική | ύπνε | ύπνοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ύπνος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὕπνος < πρωτοελληνική *húpnos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *supnós < *swep- (κοιμάμαι) + *-nós
Προφορά Επεξεργασία
Ουσιαστικό Επεξεργασία
ύπνος αρσενικό
- η περιοδική κατάσταση κατά την οποία οι φυσιολογικές λειτουργίες του οργανισμού ενός ανθρώπου ή ζώου επιβραδύνονται και το πνεύμα έχει μειωμένη συνείδηση του εαυτού του και μειωμένη επαφή με το περιβάλλον
Εκφράσεις Επεξεργασία
- δε μου κολλάει ύπνος: αδυνατώ να κοιμηθώ
- Ζεστή εκείνη η νύχτα του Ιουλίου του '58 και δε μας κολλούσε ύπνος. (Γιάννης Ξανθούλης (1987), Το πεθαμένο λικέρ [μυθιστόρημα])
Επεξεργασία
Επεξεργασία
Μεταφράσεις Επεξεργασία
ύπνος
|