↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπνωτισμός οι υπνωτισμοί
      γενική του υπνωτισμού των υπνωτισμών
    αιτιατική τον υπνωτισμό τους υπνωτισμούς
     κλητική υπνωτισμέ υπνωτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπνωτισμός < γαλλική hypnotisme ή αγγλική hypnotism < αρχαία ελληνική ὑπνωτικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υπνωτισμός αρσενικό

  1. μέθοδος που υπνωτίζει τον ασθενή με σκοπό την απόσπαση πληροφοριών από το υποσυνείδητο
  2. η κατάσταση του υπνωτισμένου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία