υπνωτισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπνωτισμός < γαλλική hypnotisme ή αγγλική hypnotism < αρχαία ελληνική ὑπνωτικός
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπνωτισμός αρσενικό
- μέθοδος που υπνωτίζει τον ασθενή με σκοπό την απόσπαση πληροφοριών από το υποσυνείδητο
- η κατάσταση του υπνωτισμένου