υπνωτίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπνωτίζω < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hypnotize ή γαλλική hypnotiser < αρχαία ελληνική ὑπνωτικός + -ίζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.pnoˈti.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πνω‐τί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαυπνωτίζω (παθητική φωνή: υπνωτίζομαι)
- αποκοιμίζω κάποιον με υπνωτισμό
- (μεταφορικά) παραλύω τη θέληση κάποιου, σαγηνεύω, τον κάνω να υπακούει τυφλά στη θέλησή μου, χωρίς να καταλαβαίνει με σαφήνεια την πραγματικότητα
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υπνωτίζω | υπνώτιζα | θα υπνωτίζω | να υπνωτίζω | υπνωτίζοντας | |
β' ενικ. | υπνωτίζεις | υπνώτιζες | θα υπνωτίζεις | να υπνωτίζεις | υπνώτιζε | |
γ' ενικ. | υπνωτίζει | υπνώτιζε | θα υπνωτίζει | να υπνωτίζει | ||
α' πληθ. | υπνωτίζουμε | υπνωτίζαμε | θα υπνωτίζουμε | να υπνωτίζουμε | ||
β' πληθ. | υπνωτίζετε | υπνωτίζατε | θα υπνωτίζετε | να υπνωτίζετε | υπνωτίζετε | |
γ' πληθ. | υπνωτίζουν(ε) | υπνώτιζαν υπνωτίζαν(ε) |
θα υπνωτίζουν(ε) | να υπνωτίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υπνώτισα | θα υπνωτίσω | να υπνωτίσω | υπνωτίσει | ||
β' ενικ. | υπνώτισες | θα υπνωτίσεις | να υπνωτίσεις | υπνώτισε | ||
γ' ενικ. | υπνώτισε | θα υπνωτίσει | να υπνωτίσει | |||
α' πληθ. | υπνωτίσαμε | θα υπνωτίσουμε | να υπνωτίσουμε | |||
β' πληθ. | υπνωτίσατε | θα υπνωτίσετε | να υπνωτίσετε | υπνωτίστε | ||
γ' πληθ. | υπνώτισαν υπνωτίσαν(ε) |
θα υπνωτίσουν(ε) | να υπνωτίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υπνωτίσει | είχα υπνωτίσει | θα έχω υπνωτίσει | να έχω υπνωτίσει | ||
β' ενικ. | έχεις υπνωτίσει | είχες υπνωτίσει | θα έχεις υπνωτίσει | να έχεις υπνωτίσει | ||
γ' ενικ. | έχει υπνωτίσει | είχε υπνωτίσει | θα έχει υπνωτίσει | να έχει υπνωτίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε υπνωτίσει | είχαμε υπνωτίσει | θα έχουμε υπνωτίσει | να έχουμε υπνωτίσει | ||
β' πληθ. | έχετε υπνωτίσει | είχατε υπνωτίσει | θα έχετε υπνωτίσει | να έχετε υπνωτίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν υπνωτίσει | είχαν υπνωτίσει | θα έχουν υπνωτίσει | να έχουν υπνωτίσει |
|