παραλύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραλύω < αρχαία ελληνική παραλύω < παρά + λύω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική paralyser)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.ɾaˈli.o/
Ρήμα
επεξεργασίαπαραλύω
- κάνω κάποιο μέλος του σώματος να μην κινείται ή να κινείται με δυσκολία
- (μεταφορικά) νεκρώνω, αποδιοργανώνω
Συγγενικά
επεξεργασία- αντιπαραλυτικός
- γεροπαραλυμένος
- ημιπαράλυτος
- παραλυμένος
- παράλυση
- παραλυσία
- παραλυτικά
- παραλυτικός
- παράλυτος
- → δείτε τις λέξεις παρά και λύω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραλύω | παρέλυα | θα παραλύω | να παραλύω | παραλύοντας | |
β' ενικ. | παραλύεις | παρέλυες | θα παραλύεις | να παραλύεις | παράλυε | |
γ' ενικ. | παραλύει | παρέλυε | θα παραλύει | να παραλύει | ||
α' πληθ. | παραλύουμε | παραλύαμε | θα παραλύουμε | να παραλύουμε | ||
β' πληθ. | παραλύετε | παραλύατε | θα παραλύετε | να παραλύετε | παραλύετε | |
γ' πληθ. | παραλύουν(ε) | παρέλυαν παραλύαν(ε) |
θα παραλύουν(ε) | να παραλύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παρέλυσα | θα παραλύσω | να παραλύσω | παραλύσει | ||
β' ενικ. | παρέλυσες | θα παραλύσεις | να παραλύσεις | παράλυσε | ||
γ' ενικ. | παρέλυσε | θα παραλύσει | να παραλύσει | |||
α' πληθ. | παραλύσαμε | θα παραλύσουμε | να παραλύσουμε | |||
β' πληθ. | παραλύσατε | θα παραλύσετε | να παραλύσετε | παραλύστε | ||
γ' πληθ. | παρέλυσαν παραλύσαν(ε) |
θα παραλύσουν(ε) | να παραλύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παραλύσει | είχα παραλύσει | θα έχω παραλύσει | να έχω παραλύσει | ||
β' ενικ. | έχεις παραλύσει | είχες παραλύσει | θα έχεις παραλύσει | να έχεις παραλύσει | έχε παραλυένο | |
γ' ενικ. | έχει παραλύσει | είχε παραλύσει | θα έχει παραλύσει | να έχει παραλύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παραλύσει | είχαμε παραλύσει | θα έχουμε παραλύσει | να έχουμε παραλύσει | ||
β' πληθ. | έχετε παραλύσει | είχατε παραλύσει | θα έχετε παραλύσει | να έχετε παραλύσει | έχετε παραλυένο | |
γ' πληθ. | έχουν παραλύσει | είχαν παραλύσει | θα έχουν παραλύσει | να έχουν παραλύσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) παραλυένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) παραλυένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) παραλυένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) παραλυένο |