αντιπαραλυτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιπαραλυτικός < αντι- + παραλυτικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική antiparalytic)
Επίθετο επεξεργασία
αντιπαραλυτικός, -ή, -ό
- που συμβάλλει στην καταπολέμηση της παράλυσης
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιπαραλυτικός