↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιπαραλυτικός η αντιπαραλυτική το αντιπαραλυτικό
      γενική του αντιπαραλυτικού της αντιπαραλυτικής του αντιπαραλυτικού
    αιτιατική τον αντιπαραλυτικό την αντιπαραλυτική το αντιπαραλυτικό
     κλητική αντιπαραλυτικέ αντιπαραλυτική αντιπαραλυτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιπαραλυτικοί οι αντιπαραλυτικές τα αντιπαραλυτικά
      γενική των αντιπαραλυτικών των αντιπαραλυτικών των αντιπαραλυτικών
    αιτιατική τους αντιπαραλυτικούς τις αντιπαραλυτικές τα αντιπαραλυτικά
     κλητική αντιπαραλυτικοί αντιπαραλυτικές αντιπαραλυτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιπαραλυτικός < αντι- + παραλυτικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική antiparalytic)

  Επίθετο

επεξεργασία

αντιπαραλυτικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία