Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παράλυση οι παραλύσεις
      γενική της παράλυσης* των παραλύσεων
    αιτιατική την παράλυση τις παραλύσεις
     κλητική παράλυση παραλύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παραλύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παράλυση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παράλυ(σις) + -ση < αρχαία ελληνική παραλύω < παρά- + λύω > λύσις (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική paralysie, δείτε και παραλυσία)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /paˈɾa.li.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρά‐λυ‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παράλυση θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) η διαδικασία και το αποτέλεσμα του παραλύω
  2. (μεταφορικά) η διαδικασία και το αποτέλεσμα του παραλύω

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία