Ετυμολογία

επεξεργασία

λύω, πρτ.: έλυα, αόρ.: έλυσα, παθ.φωνή: λύομαι, μτχ.π.ε.: λυόμενος, π.αόρ.: λύθηκα, μτχ.π.π.: λελυμένος

Εκφράσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  λύω   λύομαι 
Παρατατικός  ἔλυον   ἐλυόμην 
Μέλλοντας  λύσω   λύσομαι, λυθήσομαι 
Αόριστος  ἔλυσα   ἐλυσάμην, ἐλύθην 
Παρακείμενος  λέλυκα   λέλυμαι 
Υπερσυντέλικος  ἐλελύκειν   ἐλελύμην 
Συντελ.Μέλλ.  λελυκώς ἔσομαι   λελύσομαι 
θέμα λῡ-, με εξαίρεση λελῠκ-, λελῠμ-, λῠθ-

Ετυμολογία

επεξεργασία
λύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lewH- ή ....  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

λύω

  1. λύνω, ανοίγω
    παράδειγμα  λύω ζωστῆρα
    παράδειγμα  λυσαμένα πλοκαμῖδας: αφού έλυσε τα μαλλιά της
    παράδειγμα  κλῄθρων λυθέντων: όταν άνοιξαν οι πύλες
    παράδειγμα  λύω γράμματα: ανοίγω ένα γράμμα
    παράδειγμα  λύω στόμα: ανοίγω το στόμα
    παράδειγμα  λύω βλεφάρων ἕδραν: ανοίγω τα βλέφαρα, ξυπνώ (αλλά και το αντίστροφο, δείτε παρακάτω)
  2. λύνω, απελευθερώνω
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 8 (θ. Ὀδυσσέως σύστασις πρὸς Φαίακας.), στίχ. 345
    λίσσετο δ’ αἰεὶ // Ἥφαιστον κλυτοεργόν, ὅπως λύσειεν Ἄρηα
  3. χαλαρώνω, στερώ τη δύναμη (όπως στο νεοελληνικό «μου λύθηκαν τα γόνατα»)
    παράδειγμα  ὅς τοι γούνατ’ ἔλυσα (Ιλιάδα Χ335)
      5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 1300
    λύει κελαινὰ βλέφαρα: τα μάτια της έκλεισαν
  4. καταστρέφω, διαλύω, ακυρώνω
    παράδειγμα  λύω φόβον, λύω νόμον, λύω τάς σπονδάς
  5. λύνω ένα πρόβλημα
  6. εξιλεώνω, ανταποδίδω
  7. απαλλάσσω

Συγγενικά

επεξεργασία