Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  λυσιτελέω / λυσιτελῶ 
Παρατατικός  ἐλυσιτέλουν 
Μέλλοντας  λυσιτελήσω 
Αόριστος  ἐλυσιτέλησα 
Παρακείμενος   λελυσιτέληκα 
Υπερσυντέλικος
Συντελ.Μέλλ.

  Ετυμολογία επεξεργασία

λυσιτελέω < λυσιτελ(ής) + -έω / -ῶ. Μορφολογικά αναλύεται σε λυσι- + -τελέω

  Ρήμα επεξεργασία

λυσιτελέω / λυσιτελῶ, ιδίως ως απρόσωπο σε τρίτα πρόσωπα

  1. ωφελώ, πληρώνω κάτι το οποίο χρωστάω
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 97.1
    γνοὺς ὁ Δηιόκης ἐς ἑωυτὸν πᾶν ἀνακείμενον οὔτε κατίζειν ἔτι ἤθελε ἔνθα περ πρότερον προκατίζων ἐδίκαζε, οὔτ’ ἔφη δικᾶν ἔτι· οὐ γάρ οἱ λυσιτελέειν τῶν ἑωυτοῦ ἐξημεληκότα τοῖσι πέλας δι’ ἡμέρης δικάζειν.
    καταλαβαίνοντας ο Δηιόκης πως όλα κρέμονται από αυτόν, δεν δεχόταν πια να κάθεται και να δικάζει, όπου καθόταν και δίκαζε πρωτύτερα, και γενικά αρνιόταν να δικάζει πια· γιατί έλεγε δεν τον συμφέρει βέβαια να αφήνει κατά μέρος τις δικές του δουλειές, κι όλη τη μέρα να δικάζει τους γύρω του.
    Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    1. (απρόσωπο + απαρέμφατο) ωφελεί να, είναι καλύτερο να
      ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 3, 407a
      Ἆρα, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὅτι ἦν τι αὐτῷ ἔργον, ὃ εἰ μὴ πράττοι, οὐκ ἐλυσιτέλει ζῆν;
      Γιατί βέβαια έχει μια κάποια εργασία αυτός, που, αν αναγκαστεί να την αφήσει, δεν θα τον ωφελούσε και να ζει.
      Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
    2. (απρόσωπο + δοτική) με/μας/αυτούς ωφελεί, είναι καλύτερο για μένα
      ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Πρωταγόρας, 327b
      λυσιτελεῖ γὰρ οἶμαι ἡμῖν ἡ ἀλλήλων δικαιοσύνη καὶ ἀρετή·
      γιατί ο καθένας μας, νομίζω, έχει κέρδος από τη δικαιοσύνη και την αρετή του άλλου·
      Μετάφραση (2009): Ηλίας Σπυρόπουλος. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος. @greek‑language.gr

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία