απρόσωπος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- απρόσωπος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπρόσωπος < αρχαία ελληνική ἀπρόσωπος (χωρίς όμορφο πρόσωπο)
- (γραμματικός όρος) < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική impersonnel[1] Μορφολογικά, α- στερητικό + -πρόσωπος
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈpɾo.so.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πρό‐σω‐πος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
απρόσωπος
- που αναφέρεται σε κάτι υλικό ή πνευματικό το οποίο δεν έχει κάποια ιδιαιτερότητα ή πρωτοτυπία
- που δεν αναφέρεται σε κάποιο συγκεκριμμένο άτομο
- (γραμματική) που δεν έχει ξεχωριστό τύπο για τα διάφορα πρόσωπα
- ↪ το απαρέμφατο είναι απρόσωπη έγκλιση
- ↪ απρόσωπα είναι ρήματα στο τρίτο ενικό πρόσωπο που δεν έχουν υποκείμενο
- → δείτε τους όρους απρόσωπο ρήμα και τριτοπρόσωπο ρήμα
Επεξεργασία
- απρόσωπα (επίρρημα)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
απρόσωπος
Επεξεργασία
- ↑ απρόσωπος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.