-πρόσωπος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- -πρόσωπος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -πρόσωπος < πρόσωπον[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpɾo.so.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -πρό‐σω‐πος
Επίθημα επεξεργασία
-πρόσωπος, -η, -ο
- β′ συνθετικό επιθέτων τα οποία
- χαρακτηρίζουν το πρόσωπο ενός ατόμου
- δηλώνουν αριθμό μελών
- δηλώνουν πως το άτομο έχει συγκεκριμένο αριθμό μορφών
- (γραμματική) αναφέρονται στο γραμματικό πρόσωπο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ "-πρόσωπος" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές επεξεργασία
- -πρόσωπος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)