πρόσωπον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
προσωπο- | |||||
ονομαστική | τὸ | πρόσωπον | τὰ | πρόσωπᾰ | |
γενική | τοῦ | προσώπου | τῶν | προσώπων | |
δοτική | τῷ | προσώπῳ | τοῖς | προσώποις | |
αιτιατική | τὸ | πρόσωπον | τὰ | πρόσωπᾰ | |
κλητική ὦ! | πρόσωπον | πρόσωπᾰ | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προσώπω | |||
γεν-δοτ | τοῖν | προσώποιν | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρόσωπον < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρόσωπον ουδέτερο
Πηγές
επεξεργασία- πρόσωπον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πρόσωπον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.