δηλώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δηλώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δηλώνω < αρχαία ελληνική δηλόω / δηλῶ < δῆλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dyew- (ουρανός, λάμπω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðiˈlo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δη‐λώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαδηλώνω, αόρ.: δήλωσα, παθ.φωνή: δηλώνομαι, π.αόρ.: δηλώθηκα, μτχ.π.π.: δηλωμένος
- γνωστοποιώ κάτι που με αφορά σε δημόσια αρχή
- δήλωσε το αυθαίρετο κτίσμα του στην Πολεοδομία, ώστε να μπορέσει αργότερα να το νομιμοποιήσει
- κάποιοι επαγγελματίες δηλώνουν αναληθώς στη φορολογική τους δήλωση πολύ μικρά εισοδήματα
- βεβαιώνω ενυπόγραφα (σε ειδικό έντυπο- δήλωση) ότι κάτι είναι αληθινό
- δηλώνω υπεύθυνα ότι δεν λαμβάνω σύνταξη από κανένα ασφαλιστικό ταμείο
- λέω ότι είμαι
- δηλώνει ελεύθερος επαγγελματίας, αλλά όλοι ξέρουν ότι κάνει ύποπτες δουλειές
- στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις
- εκφράζω λεκτικά με σαφή τρόπο μία άποψη, επιθυμία ή απόφασή μου
- χτες ο Γιάννης μας δήλωσε ότι θέλει να παραιτηθεί από τη δουλειά του
- διατυπώνω άποψη ή απόφασή μου για ένα τρέχον ζήτημα δημόσια, προφορικά ή γραπτά με ένα σύντομο κείμενο
- ο υπουργός δήλωσε ότι δεν θα γίνουν άλλες προσλήψεις φέτος στο υπουργείο του
- σημαίνω, φανερώνω
- το χαμόγελό του δηλώνει ικανοποίηση
- (προγραμματισμός) ορίζω το όνομα (identifier) και τον τύπο δεδομένων μεταβλητής
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δηλώνω | δήλωνα | θα δηλώνω | να δηλώνω | δηλώνοντας | |
β' ενικ. | δηλώνεις | δήλωνες | θα δηλώνεις | να δηλώνεις | δήλωνε | |
γ' ενικ. | δηλώνει | δήλωνε | θα δηλώνει | να δηλώνει | ||
α' πληθ. | δηλώνουμε | δηλώναμε | θα δηλώνουμε | να δηλώνουμε | ||
β' πληθ. | δηλώνετε | δηλώνατε | θα δηλώνετε | να δηλώνετε | δηλώνετε | |
γ' πληθ. | δηλώνουν(ε) | δήλωναν δηλώναν(ε) |
θα δηλώνουν(ε) | να δηλώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δήλωσα | θα δηλώσω | να δηλώσω | δηλώσει | ||
β' ενικ. | δήλωσες | θα δηλώσεις | να δηλώσεις | δήλωσε | ||
γ' ενικ. | δήλωσε | θα δηλώσει | να δηλώσει | |||
α' πληθ. | δηλώσαμε | θα δηλώσουμε | να δηλώσουμε | |||
β' πληθ. | δηλώσατε | θα δηλώσετε | να δηλώσετε | δηλώστε | ||
γ' πληθ. | δήλωσαν δηλώσαν(ε) |
θα δηλώσουν(ε) | να δηλώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω δηλώσει | είχα δηλώσει | θα έχω δηλώσει | να έχω δηλώσει | ||
β' ενικ. | έχεις δηλώσει | είχες δηλώσει | θα έχεις δηλώσει | να έχεις δηλώσει | έχε δηλωμένο | |
γ' ενικ. | έχει δηλώσει | είχε δηλώσει | θα έχει δηλώσει | να έχει δηλώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε δηλώσει | είχαμε δηλώσει | θα έχουμε δηλώσει | να έχουμε δηλώσει | ||
β' πληθ. | έχετε δηλώσει | είχατε δηλώσει | θα έχετε δηλώσει | να έχετε δηλώσει | έχετε δηλωμένο | |
γ' πληθ. | έχουν δηλώσει | είχαν δηλώσει | θα έχουν δηλώσει | να έχουν δηλώσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) δηλωμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) δηλωμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) δηλωμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) δηλωμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δηλώνομαι | δηλωνόμουν(α) | θα δηλώνομαι | να δηλώνομαι | ||
β' ενικ. | δηλώνεσαι | δηλωνόσουν(α) | θα δηλώνεσαι | να δηλώνεσαι | ||
γ' ενικ. | δηλώνεται | δηλωνόταν(ε) | θα δηλώνεται | να δηλώνεται | ||
α' πληθ. | δηλωνόμαστε | δηλωνόμαστε δηλωνόμασταν |
θα δηλωνόμαστε | να δηλωνόμαστε | ||
β' πληθ. | δηλώνεστε | δηλωνόσαστε δηλωνόσασταν |
θα δηλώνεστε | να δηλώνεστε | (δηλώνεστε) | |
γ' πληθ. | δηλώνονται | δηλώνονταν δηλωνόντουσαν |
θα δηλώνονται | να δηλώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δηλώθηκα | θα δηλωθώ | να δηλωθώ | δηλωθεί | ||
β' ενικ. | δηλώθηκες | θα δηλωθείς | να δηλωθείς | δηλώσου | ||
γ' ενικ. | δηλώθηκε | θα δηλωθεί | να δηλωθεί | |||
α' πληθ. | δηλωθήκαμε | θα δηλωθούμε | να δηλωθούμε | |||
β' πληθ. | δηλωθήκατε | θα δηλωθείτε | να δηλωθείτε | δηλωθείτε | ||
γ' πληθ. | δηλώθηκαν δηλωθήκαν(ε) |
θα δηλωθούν(ε) | να δηλωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω δηλωθεί | είχα δηλωθεί | θα έχω δηλωθεί | να έχω δηλωθεί | δηλωμένος | |
β' ενικ. | έχεις δηλωθεί | είχες δηλωθεί | θα έχεις δηλωθεί | να έχεις δηλωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει δηλωθεί | είχε δηλωθεί | θα έχει δηλωθεί | να έχει δηλωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε δηλωθεί | είχαμε δηλωθεί | θα έχουμε δηλωθεί | να έχουμε δηλωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε δηλωθεί | είχατε δηλωθεί | θα έχετε δηλωθεί | να έχετε δηλωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν δηλωθεί | είχαν δηλωθεί | θα έχουν δηλωθεί | να έχουν δηλωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι δηλωμένος - είμαστε, είστε, είναι δηλωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν δηλωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν δηλωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι δηλωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι δηλωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι δηλωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι δηλωμένοι |