γνωστοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γνωστοποιώ < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική γνωστοποιῶ < γνωστ(όν) + -ο- + -ποιώ και (σημασιολογικό δάνειο) γερμανική bekanntmachen[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣno.sto.piˈo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γνω‐στο‐ποι‐ώ
Ρήμα
επεξεργασίαγνωστοποιώ (παθητικό: γνωστοποιούμαι)
- κάνω γνωστό κάτι σε κάποιον, πληροφορώ για κάτι
- ※ οι Εσσαίοι, που άρχιζαν να γίνονται γνωστοί μόλις στα 100 π.Χ., αιρετικοί Εβραίοι που φύλαγαν κρυφή την πίστη τους και ορκίζουνταν με όρκους τρομερούς να μην τη γνωστοποιήσουνˈ' (Πηνελόπη Δέλτα, Η ζωή του Χριστού, κεφάλαιο ΣΤ, 1925)
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γνωστοποιώ | γνωστοποιούσα | θα γνωστοποιώ | να γνωστοποιώ | γνωστοποιώντας | |
β' ενικ. | γνωστοποιείς | γνωστοποιούσες | θα γνωστοποιείς | να γνωστοποιείς | (γνωστοποίει) | |
γ' ενικ. | γνωστοποιεί | γνωστοποιούσε | θα γνωστοποιεί | να γνωστοποιεί | ||
α' πληθ. | γνωστοποιούμε | γνωστοποιούσαμε | θα γνωστοποιούμε | να γνωστοποιούμε | ||
β' πληθ. | γνωστοποιείτε | γνωστοποιούσατε | θα γνωστοποιείτε | να γνωστοποιείτε | γνωστοποιείτε | |
γ' πληθ. | γνωστοποιούν(ε) | γνωστοποιούσαν(ε) | θα γνωστοποιούν(ε) | να γνωστοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γνωστοποίησα | θα γνωστοποιήσω | να γνωστοποιήσω | γνωστοποιήσει | ||
β' ενικ. | γνωστοποίησες | θα γνωστοποιήσεις | να γνωστοποιήσεις | γνωστοποίησε | ||
γ' ενικ. | γνωστοποίησε | θα γνωστοποιήσει | να γνωστοποιήσει | |||
α' πληθ. | γνωστοποιήσαμε | θα γνωστοποιήσουμε | να γνωστοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | γνωστοποιήσατε | θα γνωστοποιήσετε | να γνωστοποιήσετε | γνωστοποιήστε | ||
γ' πληθ. | γνωστοποίησαν γνωστοποιήσαν(ε) |
θα γνωστοποιήσουν(ε) | να γνωστοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γνωστοποιήσει | είχα γνωστοποιήσει | θα έχω γνωστοποιήσει | να έχω γνωστοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις γνωστοποιήσει | είχες γνωστοποιήσει | θα έχεις γνωστοποιήσει | να έχεις γνωστοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει γνωστοποιήσει | είχε γνωστοποιήσει | θα έχει γνωστοποιήσει | να έχει γνωστοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γνωστοποιήσει | είχαμε γνωστοποιήσει | θα έχουμε γνωστοποιήσει | να έχουμε γνωστοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε γνωστοποιήσει | είχατε γνωστοποιήσει | θα έχετε γνωστοποιήσει | να έχετε γνωστοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν γνωστοποιήσει | είχαν γνωστοποιήσει | θα έχουν γνωστοποιήσει | να έχουν γνωστοποιήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γνωστοποιούμαι | γνωστοποιούμουν | θα γνωστοποιούμαι | να γνωστοποιούμαι | γνωστοποιούμενος | |
β' ενικ. | γνωστοποιείσαι | γνωστοποιούσουν | θα γνωστοποιείσαι | να γνωστοποιείσαι | ||
γ' ενικ. | γνωστοποιείται | γνωστοποιούνταν | θα γνωστοποιείται | να γνωστοποιείται | ||
α' πληθ. | γνωστοποιούμαστε | γνωστοποιούμασταν γνωστοποιούμαστε |
θα γνωστοποιούμαστε | να γνωστοποιούμαστε | ||
β' πληθ. | γνωστοποιείστε | γνωστοποιούσασταν γνωστοποιούσαστε |
θα γνωστοποιείστε | να γνωστοποιείστε | γνωστοποιείστε | |
γ' πληθ. | γνωστοποιούνται | γνωστοποιούνταν | θα γνωστοποιούνται | να γνωστοποιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γνωστοποιήθηκα | θα γνωστοποιηθώ | να γνωστοποιηθώ | γνωστοποιηθεί | ||
β' ενικ. | γνωστοποιήθηκες | θα γνωστοποιηθείς | να γνωστοποιηθείς | γνωστοποιήσου | ||
γ' ενικ. | γνωστοποιήθηκε | θα γνωστοποιηθεί | να γνωστοποιηθεί | |||
α' πληθ. | γνωστοποιηθήκαμε | θα γνωστοποιηθούμε | να γνωστοποιηθούμε | |||
β' πληθ. | γνωστοποιηθήκατε | θα γνωστοποιηθείτε | να γνωστοποιηθείτε | γνωστοποιηθείτε | ||
γ' πληθ. | γνωστοποιήθηκαν γνωστοποιηθήκαν(ε) |
θα γνωστοποιηθούν(ε) | να γνωστοποιηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω γνωστοποιηθεί | είχα γνωστοποιηθεί | θα έχω γνωστοποιηθεί | να έχω γνωστοποιηθεί | γνωστοποιημένος | |
β' ενικ. | έχεις γνωστοποιηθεί | είχες γνωστοποιηθεί | θα έχεις γνωστοποιηθεί | να έχεις γνωστοποιηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει γνωστοποιηθεί | είχε γνωστοποιηθεί | θα έχει γνωστοποιηθεί | να έχει γνωστοποιηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε γνωστοποιηθεί | είχαμε γνωστοποιηθεί | θα έχουμε γνωστοποιηθεί | να έχουμε γνωστοποιηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε γνωστοποιηθεί | είχατε γνωστοποιηθεί | θα έχετε γνωστοποιηθεί | να έχετε γνωστοποιηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν γνωστοποιηθεί | είχαν γνωστοποιηθεί | θα έχουν γνωστοποιηθεί | να έχουν γνωστοποιηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ γνωστοποιώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας