γνωστοποιημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γνωστοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γνωστοποιώ
Μετοχή επεξεργασία
γνωστοποιημένος
- που τον έχουν καταστήσει γνωστό, που έχει δημοσιοποιηθεί, ανακοινωθεί, που κάποιοι έχουν ενημερωθεί για αυτόν
Μεταφράσεις επεξεργασία
γνωστοποιημένος