γνωστός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γνωστός | η | γνωστή | το | γνωστό |
γενική | του | γνωστού | της | γνωστής | του | γνωστού |
αιτιατική | τον | γνωστό | τη | γνωστή | το | γνωστό |
κλητική | γνωστέ | γνωστή | γνωστό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γνωστοί | οι | γνωστές | τα | γνωστά |
γενική | των | γνωστών | των | γνωστών | των | γνωστών |
αιτιατική | τους | γνωστούς | τις | γνωστές | τα | γνωστά |
κλητική | γνωστοί | γνωστές | γνωστά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- γνωστός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γνωστός
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
γνωστός -ή -ό
- που τον γνωρίζουμε ή τον αναγνωρίζουμε ή θεωρείται συνηθισμένος
- διάσημος, ονομαστός
- (και κακόσημο) διαβόητος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
γνωστός, -ή, -όν
Άλλες μορφές
επεξεργασία- γνωτός (παλαιότερος τύπος, στη σημασία: γνώριμος)
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- γνωστός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γνωστός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.