Ετυμολογία

επεξεργασία
connaissance < conoissance < connaître

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɔ.nɛ.sãs/ και για τον πληθυντικό
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

connaissance (fr) θηλυκό (πληθυντικός: connaissances)

  1. η γνώση
    ⮡  la connaissance du bien et du mal - η γνώση του καλού και του κακού
    ⮡  Il a une bonne connaissance de l'anglais. - Ξέρει καλά αγγλικά.
  2. οι γνώσεις
    ⮡  Les connaissances en génétique ont fait un bond en avant.
    Οι γνώσεις πάνω στη γενετική έκαναν μεγάλο άλμα.
  3. η πληροφόρηση, η γνώση
    ⮡  Il a eu connaissance des questions un quart d'heure plus tôt.
    Πληροφορήθηκε τις ερωτήσεις ένα τέταρτο νωρίτερα.
    ⮡  à ma connaissance, il a été admis en médecine. - Πέρασε στην ιατρική [σχολή], απ' ό,τι ξέρω.
  4. οι αισθήσεις
    ⮡  il a été retrouvé sans connaissance - τον βρήκαν αναίσθητο (χωρίς αισθήσεις)
    ⮡  il a perdu connaissance - έχασε τις αισθήσεις του
    ⮡  Il a repris connaissance vingt minutes après l'opération
    Ξαναβρήκε τις αισθήσεις του είκοσι λεπτά μετά την επέμβαση.
  5. η γνωριμία
    ⮡  J'ai rencontré une ancienne connaissance. - Συνάντησα μια παλιά γνωριμία.
    ⮡  faire plus ample connaissance - γνωρίζω (κάποιον) καλύτερα
    ⮡  il fait partie de mes connaissances - είναι γνωστός μου
    ⮡  faire connaissance avec quelqu'un - γνωρίζω κάποιον

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • avoir connaissance de: μαθαίνω κάτι
  • agir en connaissance de cause: κάνω κάτι γνωρίζοντας τις συνέπειες της πράξης μου
  • perdre connaissance: χάνω τις αισθήσεις μου
  • reprendre connaissance: ξαναβρίσκω τις αισθήσεις μου

Συγγενικά

επεξεργασία