connaissance
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- connaissance < conoissance < connaître
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαconnaissance (fr) θηλυκό (πληθυντικός: connaissances)
- η γνώση
- ↪ la connaissance du bien et du mal - η γνώση του καλού και του κακού
- ↪ Il a une bonne connaissance de l'anglais. - Ξέρει καλά αγγλικά.
- οι γνώσεις
- ↪ Les connaissances en génétique ont fait un bond en avant.
- Οι γνώσεις πάνω στη γενετική έκαναν μεγάλο άλμα.
- ↪ Les connaissances en génétique ont fait un bond en avant.
- η πληροφόρηση, η γνώση
- ↪ Il a eu connaissance des questions un quart d'heure plus tôt.
- Πληροφορήθηκε τις ερωτήσεις ένα τέταρτο νωρίτερα.
- ↪ à ma connaissance, il a été admis en médecine. - Πέρασε στην ιατρική [σχολή], απ' ό,τι ξέρω.
- ↪ Il a eu connaissance des questions un quart d'heure plus tôt.
- οι αισθήσεις
- ↪ il a été retrouvé sans connaissance - τον βρήκαν αναίσθητο (χωρίς αισθήσεις)
- ↪ il a perdu connaissance - έχασε τις αισθήσεις του
- ↪ Il a repris connaissance vingt minutes après l'opération
- Ξαναβρήκε τις αισθήσεις του είκοσι λεπτά μετά την επέμβαση.
- η γνωριμία
- ↪ J'ai rencontré une ancienne connaissance. - Συνάντησα μια παλιά γνωριμία.
- ↪ faire plus ample connaissance - γνωρίζω (κάποιον) καλύτερα
- ↪ il fait partie de mes connaissances - είναι γνωστός μου
- ↪ faire connaissance avec quelqu'un - γνωρίζω κάποιον
Εκφράσεις
επεξεργασία- avoir connaissance de: μαθαίνω κάτι
- agir en connaissance de cause: κάνω κάτι γνωρίζοντας τις συνέπειες της πράξης μου
- perdre connaissance: χάνω τις αισθήσεις μου
- reprendre connaissance: ξαναβρίσκω τις αισθήσεις μου
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη connaître