Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πληροφόρηση οι πληροφορήσεις
      γενική της πληροφόρησης* των πληροφορήσεων
    αιτιατική την πληροφόρηση τις πληροφορήσεις
     κλητική πληροφόρηση πληροφορήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πληροφορήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πληροφόρηση < πληροφόρησις στην καθαρεύουσα < (ελληνιστική κοινήπληροφόρησις (με άλλη έννοια)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πληροφόρηση θηλυκό

  • η απόκτηση πληροφοριών σχετικά με ένα θέμα, η κατοχή στοιχείων ενδιαφέροντος, η μετάδοσή τους από μια πηγή
    Προς πληροφόρησή σου, σε ενημερώνω ότι...
    Δεν ξέρω τίποτα ακόμα, δεν είχα καμία πληροφόρηση επί του θέματος.
    Κάνεις λάθος, δεν είχες καλή πηγή πληροφόρησης.

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία