Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντιπληροφόρηση οι αντιπληροφορήσεις
      γενική της αντιπληροφόρησης των αντιπληροφορήσεων
    αιτιατική την αντιπληροφόρηση τις αντιπληροφορήσεις
     κλητική αντιπληροφόρηση αντιπληροφορήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιπληροφόρηση < αντι- + πληροφόρηση

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /an.di.pli.ɾoˈfo.ɾi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ντι‐πλη‐ρο‐φό‐ρη‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντιπληροφόρηση θηλυκό

  • (νεολογισμός) η εναλλακτική μορφή πληροφόρησης, αντίθετη με τον κανονικό δίαυλο πληροφόρησης
    ※  Η «παραπληροφορημένη – αντιπληροφόρηση», ή –αν θέλετε– η «λατρεία της αντιπληροφόρησης», συνιστά ένα ιδεολογικό λαϊκιστικό στοιχείο που κυριαρχεί στο Διαδίκτυο και είχε αρνητικό αντίκτυπο στη δημοσιογραφία μακροπρόθεσμα, καθώς υπονόμευσε την εμπιστοσύνη των πολιτών στα ΜΜΕ. (Σίσσυ Αλωνιστιώτου, Λαϊκισμός και ο ρόλος των μέσων ενημέρωσης, Η Καθημερινή, 26 Ιουνίου 2017)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr