Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναπληροφόρηση οι αναπληροφορήσεις
      γενική της αναπληροφόρησης* των αναπληροφορήσεων
    αιτιατική την αναπληροφόρηση τις αναπληροφορήσεις
     κλητική αναπληροφόρηση αναπληροφορήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναπληροφορήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναπληροφόρηση < ανα- + πληροφόρηση ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική feedback)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αναπληροφόρηση θηλυκό

  • (νεολογισμός) η κριτική, οι γνώμες, οι απόψεις και τα σχόλια που λαμβάνει κάποιος μετά από μία δημοσίευση, ενέργεια ή πράξη του
    • Αν και δεν είναι απαραίτητη για την επιτυχή ολοκλήρωση της διαδικασίας επικοινωνίας, η αναπληροφόρηση είναι ιδιαίτερα σημαντική για τον αποστολέα. Του δίνει πληροφορίες για το αν λαμβάνονται ή όχι τα μηνύματα που στέλνει, για το βαθμό κατανόησης, καθώς και τις αντιδράσεις του παραλήπτη σ’ αυτές. (*)
    • Τα οφέλη που έβλεπα ήταν αφενός ότι με το ιστολόγιο υπάρχει δυνατότητα ακαριαίας αντίδρασης και αφετέρου ότι είναι πιο εύκολη η αναπληροφόρηση. (*)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία