αναγνώστης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναγνώστης < ελληνιστική κοινή ἀναγνώστης < αρχαία ελληνική γιγνώσκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵneh₃-
Ουσιαστικό
επεξεργασίααναγνώστης αρσενικό (θηλυκό: αναγνώστρια)
- αυτός που διαβάζει ένα κείμενο
- (θρησκεία) αυτόνομο αξίωμα κατωτέρου κληρικού, ο οποίος που διαβάζει τα ιερά κείμενα κατά τη διάρκεια εκκλησιαστικής ακολουθίας, κατόπιν χειροθεσίας (ειδικής ευχής) του επισκόπου