Δείτε επίσης: ἀναγνώστρια

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναγνώστρια οι αναγνώστριες
      γενική της αναγνώστριας των αναγνωστριών
    αιτιατική την αναγνώστρια τις αναγνώστριες
     κλητική αναγνώστρια αναγνώστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναγνώστρια < αναγνώσ(της) + -τρια

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.naˈɣno.stɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐γνώ‐στρι‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αναγνώστρια θηλυκό (καθαρεύουσα: ἀναγνώστρια)

  Μεταφράσεις επεξεργασία