αναγνώστρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναγνώστρια < αναγνώσ(της) + -τρια
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.naˈɣno.stɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐γνώ‐στρι‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίααναγνώστρια θηλυκό (καθαρεύουσα: ἀναγνώστρια)
- θηλυκό του αναγνώστης
- ※ Ἀλλά, συγγνώμην, ὡραῖαι μου ἀναγνώστριαι, ἐλησμόνησα ὅτι ὁ χρόνος ἐπενεργεῖ ἀντιθέτως ἐπὶ τοῦ ὑμετέρου λεπτοφυοῡς διοργανισμοῦ, καθιστῶν ὑμᾶς ἀπὸ ἔτους εἰς ἔτος δροσερωτέρας καὶ νεαρωτέρας (Κωνσταντίνος Σκόκος, «Ο αλάνθαστος και αψευδής Καζαμίας του 1886», στο Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του Έτους 1886)